Μοριακή ανίχνευση 4 παθογόνων αναπνευστικού

Κατά τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως ταλαιπωρούνται από λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος.

Για την εποχική κατανομή των προαναφερόμενων λοιμώξεων ευθύνεται κατά κύριο λόγο η πτώση της θερμοκρασίας. Οι χαμηλές θερμοκρασίες επιτρέπουν την επιβίωση των παθογόνων αυτών στο περιβάλλον, επιφέρουν τον συγχρωτισμό σε κλειστούς χώρους που διευκολύνει τη μετάδοσή τους και τον περιορισμό των τοπικών αμυντικών μηχανισμών της ανώτερης αναπνευστικής οδού από όπου διελαύνει ο κρύος αέρας.

Τα παθογόνα που ενοχοποιούνται την εποχή αυτή είναι πολυπληθή και από φέτος συγκαταλέγεται σε αυτά και ο SARS-CoV2,το στέλεχος κορωνοϊού που προκάλεσε την παγκόσμια πανδημία. Οι επίμαχοι μικροοργανισμοί μεταδίδονται με παρόμοιους τρόπους (αεροσταγονίδια εκκρίσεων) και οι λοιμώξεις που προκαλούν συχνά έχουν παρόμοια συμπτωματολογία, με σοβαρότητα κλινικής εικόνας που ποικίλλει.

Εξαιτίας των παραπάνω ομοιοτήτων η διαφορική διάγνωση καθίσταται συχνά δύσκολη για τον κλινικό ιατρό και μπορεί, είτε να χαθεί πολύτιμος χρόνος για την σωστή αντιμετώπιση, είτε να υποβληθεί ο ασθενής σε άσκοπη αντιβιοτική θεραπεία.

Γίνεται κατανοητό, ότι η έγκαιρη εργαστηριακή διάγνωση του υπεύθυνου παθογόνου συνδράμει ουσιαστικά στην έγκαιρη και ορθή διαχείριση του ασθενούς.

Η εξέταση με περιγραφή Μοριακή Ανίχνευση 4 Παθογόνων Αναπνευστικού παρέχει με μια δειγματοληψία (ρινοφαρυγγικό επίχρισμα) τη δυνατότητα έγκαιρης, αξιόπιστης και οικονομικής ανίχνευσης ιών που ενοχοποιούνται για λοιμώξεις του αναπνευστικού που μας ενδιαφέρουν ιδιαίτερα, εξαιτίας της υψηλής μεταδοτικότητάς τους και της άλλοτε άλλης σοβαρότητας της εξέλιξής τους.

Συγκεκριμένα, επιτρέπει την ανίχνευση γενετικού υλικού των εξής ιών:

  • SARS-CoV2 (Κορωνοϊός πανδημίας)
  • Συγκυτιακού Αναπνευστικού Ιού RSV
  • Γρίπης (διαφοροποίηση υποτύπων Α και Β και ταυτοποίηση H1N1)
    Ως εμπύρετα νοσήματα μπορεί να εκδηλωθούν τόσο η λοίμωξη από τον κορωνοϊό της πανδημίας, όσο και αυτή της γρίπης, του Συγκυτιακού Αναπνευστικού ιού και του κοινού κρυολογήματος.

Συχνά η λήψη ατομικού/οικογενειακού ιστορικού, η κλινική εξέταση και απλές αιματολογικές εξετάσεις δεν είναι διαφωτιστικές και επαφίεται ο θεράποντας ιατρός στην εμπειρική του γνώση.

Στο κοινό κρυολόγημα, παρατηρείται τυπικά ήπια κλινική εικόνα ως προς τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της νόσησης, με προεξάρχοντα τα συμπτώματα του πονόλαιμου και πονοκεφάλου και αυτά από το ανώτερο αναπνευστικό (π.χ καταρροή, φτάρνισμα).Σε αντίθεση με τη γρίπη και τη SARS-CoV2 λοίμωξη, δεν εκδηλώνεται με συμπτώματα από το κατώτερο αναπνευστικό (βήχας, πνευμονία), όπως και από το γαστρεντερικό (διάρροιες, έμετος), ενώ η εμφάνιση πυρετού δεν είναι συχνή.
Η RSV λοίμωξη στην ήπιά της μορφή μπορεί να συγχέεται με το κοινό κρυολόγημα. Δύναται όμως να εκδηλωθεί με σοβαρότερη συμπτωματολογία στις ακραίες ηλικίες, όπως με βρογχιολίτδα στα μικρά παιδιά (έντονος εκπνευστικός συριγμός) και πνευμονία.
Χαρακτηριστικό της γρίπης αποτελεί η αιφνίδια έναρξη συμπτωμάτων και εικόνα έντονης καταβολής με μυαλγίες, που είναι ασυνήθη στις άλλες αναπνευστικές λοιμώξεις.
Η κλινική εικόνα της λοίμωξης από SARS-CoV2 εμφανίζει τη μεγαλύτερη ποικιλία ως προς την σοβαρότητα της εξέλιξή της, από πλήρη απουσία συμπτωμάτων έως θανατηφόρα κατάληξη, αν το άτομο ανήκει στις ευπαθείς ομάδες. Σε αντίθεση με τις άλλες προαναφερόμενες κλινικές οντότητες, τυπικά σε αυτήν απουσιάζουν συμπτώματα από το ανώτερο αναπνευστικό, με εξαίρεση την απότομη απώλεια όσφρησης που είναι χαρακτηριστικό εύρημα, όπως συχνά και της γεύσης.
Η μοριακή ανίχνευση των παθογόνων ενδιαφέροντος συνδράμει στο έργο του κλινικού ιατρού και συμβάλλει στον περιορισμό της μετάδοσης των προαναφερόμενων ιογενών νοσημάτων εντός της κοινότητας και των νοσηλευτικών ιδρυμάτων.